- ἑλέναν
- ἑλένᾱν , ἑλένηtorch of reedsfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἑλέναν — Ἑλένᾱν , Ἑλένη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίγαμβρος — δορίγαμβρος, ον (Α) φρ. «τὰν δορίγαμβρον... Ἐλέναν» την Ελένη που με τον γάμο της ξεσήκωσε πόλεμο ή «...που πολέμησαν ποιός θα τήν πάρει» (Αισχ) … Dictionary of Greek